- φιλτροπόσιμον
- φιλτροπόσιμονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλτροπόσιμον — τὸ, Α φιλτρόποτον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + πόσιμον, ουδ. τού επιθ. πόσιμος] … Dictionary of Greek
φιλτροπόσιμα — φιλτροπόσιμον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)